- ακροάσιμος
- -η, -ο [ακροάζομαι]ο άξιος ή ο κατάλληλος να ακουστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακροάσιμος — η, ο αυτός που μπορεί ή αξίζει να τον ακούσει κανείς: Η μουσική αυτή είναι ακροάσιμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροάζομαι — (Α ἀκροάζομαι) νεοελλ. 1. (για γιατρούς) ακούω με το αφτί ή με τη βοήθεια στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην καρδιά, στους πνεύμονες κ.λπ. 2. ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι αρχ. ἀκροῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ρ. ἀκροῶμαι … Dictionary of Greek